- ποικιλοσάμβαλος
- ποικῐλο-σάμβᾰλος, ον,A with broidered sandals, Anacr.14.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλοσάμβαλος — ον, Α (αιολ. τ.) αυτός που φορά κεντημένα, πλουμιστά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον] … Dictionary of Greek
ποικιλοσαμβάλῳ — ποικιλοσάμβαλος with broidered sandals masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλοσαμβάλωι — ποικιλοσαμβάλῳ , ποικιλοσάμβαλος with broidered sandals masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)